- παροιμιακῶς
- παροιμιακόςproverbialadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παροιμιακός — ή, ό / παροιμιακός, ή, όν, ΝΑ [παροιμία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παροιμία, ο παροιμιώδης («παροιμιακή ρήση») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ παροιμιακόν (ενν. μέτρον) αναπαιστικός καταληκτικός δίμετρος που απαντά συνήθως στο τέλος αναπαιστικού … Dictionary of Greek
καμαρινώς — καμαρινῶς (Α) επίρρ. (μόνο στη φρ.) (κατά τον Ησύχ.) «καμαρινῶς λέγει» «παροιμιακῶς λέγει, ἀποτόμως, ἀνδρείως» … Dictionary of Greek
παροιμιαστικώς — Μ παροιμιακώς, με παροιμίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *παροιμιαστικός (< παροιμιάζω)] … Dictionary of Greek